Τη στιγμή που ο Αίολος κερδίζει έδαφος στην παγκόσμια αγορά της ενέργειας, ποιες είναι οι προϋποθέσεις και οι προοπτικές της χώρας μας να μπει δυναμικά στο παιχνίδι;
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ στο ΒΗΜΑ: 18/11/2012 05:45
Οι φτερωτές των τελευταίων αντλητικών ανεμόμυλων στο οροπέδιο Λασιθίου της Κρήτης είχαν πια σιγήσει το 2009, όταν ο Δήμος Οροπεδίου αποφάσισε να ξαναζωντανέψει 150 από αυτούς. Αλλά μόνο για τουριστικούς λόγους, καθώς οι 10.000 «ανεμαντλίες του Μαρκοστεφανή» αντικρίζουν ολόγυρά τους 15 σύγχρονα αιολικά πάρκα ανεμογεννητριών. Είναι όμως το τέλος της διαδρομής;
Η αναζήτηση της «βέλτιστης ανανεώσιμης ενέργειας» για την Ελλάδα έχει μπει σε ένα νέο κεφάλαιο, τόσο συνεπεία διεθνών εξελίξεων όσο και εθνικών αδιεξόδων. Ιδιαίτερα την ανακινεί ο προβληματισμός αν η πολυσυζητούμενη «παραγωγή ενέργειας» θα εμπεριέχει και προστιθέμενη αξία ελληνικού δυναμικού ή θα είναι απλά μια ενοικίαση «μαγαζιού και αέρα» για ξένες πολυεθνικές. Κάποιες νέες τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα των ανεμογεννητριών και δύο πρόσφατες βραβεύσεις ελλήνων επιστημόνων του τομέα θέτουν εκ νέου το αξιόμαχο της ντόπιας τεχνογνωσίας και παραγωγικής προοπτικής στο τραπέζι των συζητήσεων. Προκειμένου να φτάσουμε σε απαντήσεις, «Το Βήμα» ψαχούλεψε για λογαριασμό σας τον ασκό του Αιόλου.
Στην όλη μνημονιακή αναζήτηση των όρων αναγέννησης της ελληνικής οικονομίας κυριαρχεί η ανάπτυξη μιας εξαγωγικής «παραγωγής ενέργειας». Λογικό, θα πείτε, αφού στα μάτια των Ευρωπαίων η Ελλάδα δεν είναι ικανή να παράγει τίποτε άλλο. Αλλά τι είδους ενέργεια είναι αυτή που θα εξάγουμε;
Στις 14 Οκτωβρίου 2012, στο πλαίσιο της επίσκεψης Μέρκελ, ο Αρης Ραβανός έγραφε στο «Βήμα»: «Η καγκελαρία θέλει να προχωρήσει η γερμανική διείσδυση στο πεδίο της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), καθώς ήδη στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται οι εταιρείες Enercon, Nordex και Siemens, ενώ ελληνικοί επιχειρηματικοί όμιλοι αναζητούν συμπράξεις. Στον σχεδιασμό παραμένει η υλοποίηση του προγράμματος “Ηλιος” για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω φωτοβολταϊκών πάρκων, αν και έχει παραγκωνιστεί τελευταία. (…) Για επενδύσεις στους υδρογονάνθρακες εκφράστηκε ενδιαφέρον, αλλά είναι ακόμη πρόωρο, ενώ στις αρχές του 2013 αναμένεται να αρχίσει μια μεγάλη επένδυση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και υπάρχουν σκέψεις για επενδύσεις και σε αιολικά πάρκα».
Το ότι το ενδιαφέρον των Γερμανών για τα φωτοβολταϊκά πάρκα έχει μειωθεί συνάδει προς την ανακοίνωση της 22ας Οκτωβρίου ότι η Siemens αποσύρεται από την ηλιακή ενέργεια και εστιάζει πλέον τις δραστηριότητές της στην ενέργεια του Αιόλου και του Ποσειδώνα. Ως φταίχτης εντοπίζεται κυρίως η εκτός συναγωνισμού τιμών παραγωγή φωτοβολταϊκών της Κίνας. Αν λοιπόν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες ΑΠΕ κυνηγούν πλέον τον άνεμο, το ερώτημα είναι τι μπορούμε να προσφέρουμε εμείς ως χώρα, εκτός από το… οικόπεδο. Δύο πρόσφατα πανευρωπαϊκά βραβεία σε έλληνες αιολικούς επιστήμονες δημιουργούν ελπίδες «προστιθέμενης αξίας». Μπορούμε άραγε να πουλήσουμε τεχνογνωσία ή και να στήσουμε ελληνικές βιομηχανίες ανεμογεννητριών; Το ψάξαμε.
Η εποποιία της φτερωτής
Τα παιδιά τού σήμερα γνωρίζουν τους ανεμόμυλους μόνον από τις τεράστιες ανεμογεννήτριες που έχουν ξεφυτρώσει στις ράχες των βουνών μας. Τα ελάχιστα από αυτά που διαβάζουν τον «Δον Κιχώτη» βλέπουν ότι πολεμούσε με κάτι σαν τους παροπλισμένους ανεμόμυλους της Μυκόνου. Ήταν λοιπόν ελληνική εφεύρεση οι ανεμόμυλοι ή… ισπανική η Mykonos; Ανασήκωμα των ώμων η πιο πιθανή απάντηση. Ποιος να γνωρίζει ότι έφθασαν σ’ εμάς από την Περσία, όπου από τον 7ο αιώνα μ.Χ. χρησιμοποιούσαν φτερωτές για άντληση νερού… και ποιος να γνωρίζει βέβαια ότι την ιδέα την είχαν πάρει οι Πέρσες από τους Έλληνες: Τον Ήρωνα τον Αλεξανδρινό συγκεκριμένα, που τον 1ο αιώνα μ.Χ. κατασκεύασε πρώτος ανεμόμυλο για να κινεί τα πιστόνια του μουσικού του οργάνου!
Η συνέχεια για την αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας γράφτηκε στους μεσαιωνικούς ανεμόμυλους του ευρωπαϊκού Νότου, απ’ όπου οι επιστρέφοντες σταυροφόροι τούς μεταφύτεψαν στον Βορρά και έγιναν οι περιστρεφόμενοι ανεμόμυλοι της Ολλανδίας. Πάντως η πρώτη χρήση τους για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έγινε τον Ιούλιο του 1887, όταν ο σκωτσέζος καθηγητής Πανεπιστημίου James Blyth έστησε ανεμόμυλο για να φορτίζει λαμπτήρες που φώτιζαν το εξοχικό του και… κατοχύρωσε την ιδέα του με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Την ίδια εκείνη χρονιά ο αμερικανός εφευρέτης Charles Brush έφτιαξε τη δική του ανεμογεννήτρια, που ήταν αυτόματη, ζύγιζε τέσσερις τόνους και απέδιδε 12 κιλοβάτ. Τη σκυτάλη της τεχνογνωσίας παρέλαβε στη δεκαετία του 1890 ο Δανός Poul la Cour, ο οποίος πρώτος αντελήφθη ότι το μυστικό της υψηλής απόδοσης δεν βρισκόταν στα πολλά πτερύγια αλλά στα λίγα και γρήγορα κινούμενα. Οπότε ευλόγως η Δανία απέκτησε το 1956 την πρώτη ανεμογεννήτρια τριών πτερύγων που απέδιδε 200 κιλοβάτ, από έναν μαθητή του la Cour, τον Johannes Juul. Εκτοτε όλος ο πλανήτης τούς μιμήθηκε, αλλά η Δανία παραμένει σήμερα η μόνη χώρα που παράγει το 25% της ηλεκτρικής της ενέργειας από αιολική – και στοχεύει να ξεπεράσει το 50% ως το 2020.